σπάλαθρον

σπάλαθρον
σπάλαθρον
Grammatical information: n.
Meaning: (Poll.) = σκάλευθρον`oven-rake' (Poll.);
Other forms: σπάλαυθρον (Phot., also H. [cod. σπαύλαθρον alphab. wrong])
Dialectal forms: Myc. qaratoro \/skʷalathron\/
Derivatives: Beside it σπα-λύσσεται σπαράσσεται, τινάσσεται H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Perh. to σπάλαξ, s. σκάλλω.
Page in Frisk: 2,756

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σπάλαθρον — και σπάλαυθρον και σπαύλαθρον, τὸ, Α εργαλείο με το οποίο ανασκάλευαν τη φωτιά για να δυναμώσει, αλλ. σκάλεθρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. Στην Μυκηναϊκή απαντά ο τ. qaratoro. To χειλοϋπερωικό q τού qaratoro και το χειλικό π τού …   Dictionary of Greek

  • σκάλαυθρον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) όργανο με το οποίο ανασκαλεύεται η φωτιά, το σκάλεθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε πιθ. από συμφυρμό τών λ. σκάλευθρον και σπάλαθρον] …   Dictionary of Greek

  • σπάλαυθρον — τὸ, Α βλ. σπάλαθρον …   Dictionary of Greek

  • σπαλύσσομαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπαράσσομαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί πιθ. από το θ. σπαλ τού τ. σπάλαθρον, κατά τα ρ. σε ύσσω (πρβλ. πομφολ ύσσω)] …   Dictionary of Greek

  • σπαύλαθρον — τὸ, Α βλ. σπάλαθρον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”